προβοσκίς

προβοσκίς
προβοσκίς, -ίδος
Grammatical information: f.
Meaning: `elefant's trunk' (Arist., hell.), also metaph. of the suction-pipe of an insect and of the two arms\/tentacles of the ten-armed squid (Arist.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Formation like ἀγκαλίς, ἐπιγουνίς, κοπίς and other names of body-parts and instruments, rather directly from βόσκω as from the rare βοσκός (cf. Chantraine Form. 338). The prefix has local sense as in πρό-δομος `space before' a.o.; so litt. "grazing in front". Diff. προβοσκός (-ος) m. `under-herder' (Hdt. 1, 113) as πρόδουλος. -- Lat. LW [loanword] proboscis, promuscis.
Page in Frisk: 2,598

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προβοσκίς — means of providing food fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβοσκίδα — προβοσκίς means of providing food fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβοσκίδας — προβοσκίς means of providing food fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβοσκίδι — προβοσκίς means of providing food fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβοσκίδος — προβοσκίς means of providing food fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβοσκίδων — προβοσκίς means of providing food fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβοσκίσι — προβοσκίς means of providing food fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβοσκίσιν — προβοσκίς means of providing food fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιβοσκίς — ἐπιβοσκίς, η (Α) προβοσκίδα (τών εντόμων). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βοσκίς < θ. βοσκο (βοσκός) πρβλ. προβοσκίς] …   Dictionary of Greek

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • προβοσκίδα — η / προβοσκίς, ίδος, ΝΜΑ (σε διάφορα ζώα ή έντομα) εμφανής σαρκώδης προεκβολή από το πρόσθιο μέρος τής κεφαλής κατάλληλη για την εύρεση ή και τη λήψη τροφής, όπως είναι λ.χ. η σωληνοειδής προέκταση τής μύτης τού ελέφαντα, το ρύγχος τού ταπίρου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”